ανασταλτήριος

ανασταλτήριος
-α, -ο [αναστέλλω]
αυτός που προκαλεί αναστολή, που αναχαιτίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”